- κορτάρω
- κάνω κόρτε, φλερτάρω, ερωτοτροπώ: Κορτάρει τις μικρές κοπέλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κορτάρω — κορτάρω, κόρταρα και κορτάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κορτάρω — και κορτετζάρω κάνω κόρτε, ερωτοτροπώ, φλερτάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άρω, χαρακτηριστική τών ρ. ξεν. προελεύσεως (< ιταλ. κατάλ. απαρεμφάτου are), πρβλ. κοντρολ άρω, φουμ άρω] … Dictionary of Greek
κορτάρισμα — και κορτετζάρισμα, το [κορτάρω] το κόρτε, η ερωτοτροπία, το φλερτ … Dictionary of Greek
φλερτάρω — φλερτάρισα, μτβ. και αμτβ., κάνω φλερτ, ερωτοτροπώ με χάρη, κορτάρω, κάνω κόρτε, κάνω γλυκά μάτια: Απόψε στο πάρτι φλερτάρω. – Με φλερτάρει πολύν καιρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)